κουρμαδιά

κουρμαδιά
η
βλ. χουρμαδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουρμαδιά — κουρμαδιά, η και χουρμαδιά, η το δέντρο φοινικιά, χουρμαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουρμαδιά — Bλ. λ. φοίνικας. * * * και κουρμαδιά, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ ες, πληθ. τής λ. χουρμάς + κατάλ. ιά (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”